- ἄθρακτος
- ἄθρακτος, ον, (θράσσω)A = ἀτάρακτος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άθρακτος — ἄθρακτος, ον (Α) ατάραχτος (Σοφ. απόσπ. 812). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θράσσω (= αναταράσσω, ανησυχώ, θορυβώ)] … Dictionary of Greek
ἄθρακτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθρακτοι — ἄθρακτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)